- υδροχρωμάτισμα
- το, -ατοςυδροχρωματισμός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδροχρωμάτισμα — το, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός … Dictionary of Greek